- θυροειδής
- Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω από τον κοτυλιαίο βόθρο. Το τρήμα αυτό αποφράζεται από τον θ. υμένα, από τον οποίο σχηματίζεται ο λεγόμενος θ. πόρος, απ’ όπου διέρχονται τα ομώνυμα αγγεία και νεύρα. Στην εξωτερική και στην εσωτερική επιφάνεια του θ. τρήματος διακρίνονται αντίστοιχα o εξωτερικός θ. μυς και ο εσωτερικός θ. μυς, οι οποίοι, όταν ενεργούν, στρέφουν τον μηρό προς τα έξω. Το θ. νεύρο, που συνδέεται με τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη οσφυϊκή ρίζα, κατέρχεται στην πυελική κοιλότητα και, περνώντας από τον θ. πόρο, καταλήγει στην έσω επιφάνεια του μηρού.
Ο θυρεοειδής αδένας: 1) επάνω θυρεοειδής αρτηρία· 2) θυρεοειδής χόνδρος· 3) χόνδρινοι δακτύλιοι της τραχείας· 4) αριστερός λοβός του θυρεοειδούς· 5) ισθμός του θυρεοειδούς· 6) φλέβες του θυρεοειδούς· 7) δεξιός λοβός του θυρεοειδούς.
* * *-ές (Α θυροειδής, -ές)1. αυτός που μοιάζει με θύρα ή έχει θέση θύρας ή φράγματος2. φρ. ανατ. «θυροειδές τρήμα» — ευρύ άνοιγμα τού ανώνυμου οστού τής πυέλουνεοελλ.ανατ. αυτός που έχει σχέση με το θυροειδές τρήμα (α. «θυροειδής μυς» β. «θυροειδής πόρος» γ. «θυροειδής υμένας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ειδής (< είδος), πρβλ. σπειρο-ειδής, σφαιρο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.